αντελοσ̆σ̆ιάζω
[andeloˈʃːazːo]
Ρήμα



Ξαφνιάζω δυσάρεστα, τρομάζω.


Παραδείγματα

Εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου τζ̌αι αντελοσ̌σ̌ιάσε με!


Ήρτες που πίσω μου σαν εκάθουμουν τζ̌αι εν σε είδα ρε, αντελόσ̌σ̌ιασες με!

 


αντζελοσσιάζω

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Χρησιμοποιείται συχνότερα στη μέση φωνή: Όπως τον είδεν έτσι βιλλομούτσουνον, αντελοσ̌σ̌ιάάστην τζ̌' αντάκωσε να φύει.


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Μια σκέψη για “αντελοσ̆σ̆ιάζω

  • Νικόλας

    Νομίζω ότι η έκφραση εν "Αντζιελοσσιάζουμαι" η οποία λέξη έσιει συνθετικά τo "Άγγελος" τζιαι το "σκιά" - όπου "σιάζομαι" σημαίνει καλύπτομαι που την σκιάν. Αντζιεολόσσιάζομαι λοιπόν σημαίνει καλύπτομαι που την σκιά ενός Αγγέλου, εξού τζιαι η χρήση της λέξης για να καταδείξει τον τρόμο που επροκλήθηκε που μιαν απρόσμενη'εμφάνιση'.