αππάρα
[aˈpʰːaɾa]
Ουσιαστικό, θηλυκό
[aˈpʰːaɾa]
Ουσιαστικό, θηλυκό
Φοράδα, το θηλυκό του άππαρου.
Ψηλή και όμορφη γυναίκα.
Παράδειγμα
Α μάνα μου είντα αππάρα εν τούτη, αρέσκει μου πολλά!
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Οι αντίστοιχες λέξεις στην κοινή νεοελληνική, φοράδα και αλόγα έχουν αρνητικές συνδηλώσεις: η αλόγα αναφέρεται σε ψηλή, αλλά άχαρη γυναίκα, ενώ η φοράδα χρησιμοποιείται απαξιωτικά, έχοντας χάσει ακόμα και την αναφορά στο ύψος.