αππωμένος
[apʰːoˈmenos]
Μετοχή

Αυτός που είναι επαρμένος και κακομαθημένος μαζί, η ψωνάρα.


Παραδείγματα


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

2 σκέψεις για “αππωμένος

  • Δώρος Κακουλλής

    Αππωμένος - σύμφωνα με το ποιημα του Δ. Λυπέρτη "η αππωμένη", μάλλον σημαινεί τον Υπερόπτης (καβάτζι = ιτιά) ο οποίος δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και αεροβατεί (εσού χαμέ πιον εν' πατας, ινα που μου φτεροπετάς) και θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό (εν τζ' είσαι μανισιή σου).