αππώννω
[aˈpʰːonːo]
Ρήμα



Παραχαϊδεύω κάποιον, τον κακομαθαίνω.


Παράδειγμα

Άππωσεν σε πολλά η μάνα σου, 30 χρονών γάρος τζ̌αι κάμνεις σαν το δεκάχρονο.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.