αργάμιση
[aˈɾɣamisi]
Επίρρημα
[aˈɾɣamisi]
Επίρρημα
Κάποια στιγμή πολύ αργά.
Παραδείγματα
-Αντρέα τι ώρα εννά έρτεις σπίτι; -Ότι ωρα τελειώσει η συναυλία μάμα. Αργάμιση πάντως!
Ούφου πάλε άρκισε η Μαρία τζιαι εν ήδη αργάμιση. Εννά χάσουμε το λεωφορείο!
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Χρησιμοποιείται και στην ελληνική αργκό με την ίδια έννοια.