αρκο-
Σχηματιστικό στοιχείο

Πρώτο συνθετικό λέξεων που χρησιμοποιείται επιτατικά, για να κάνει πιο έντονη τη σημασία του δεύτερου συνθετικού: αρκόπελλος «θεότρελλος», αρκόπουττος «πολύ εντυπωσιακή γυναίκα, αγριόμουνο»...

Προέλευση

Από το επίθετο άρκος «άγριος».

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η χρήση του αρκο- στην αργκό είναι διαφορετική από ό,τι στη γενική γλώσσα όπου σχηματίζει σύνθετα που δηλώνουν μη εξημερωμένα ζώα και αυτοφυή φυτά: αρκοπέζουνον «αγριοπέριστερο», αρκόσ̆οιρος «αγριόχοιρος»...

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.