αρκόπελλος[aˈɾ̥kopelːos]ΕπίθετοΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός προσώπουΧιουμοριστικόΑυτός που είναι πάρα πολύ τρελός, θεότρελος. Παράδειγμα-Προχτές επίαμε στα σ̌ιόνια τζιαι ο Σταύρος έφκαλε τα ρούχα του τζιαι έμεινε τίτσιρος!-Όι μάναμου εν τέλια αρκόπελλος!