αρκόπουττος
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Πολύ ωραία γυναίκα.


Παράδειγμα

Είδες ίντα αρκόπουττος δουλεύκει στην Γραμματείαν;


Συνώνυμα:

, πουτταρέλλα

Αντώνυμα:

, ζαόκασ̌α

Προέλευση

< αρκο- (< αγριο-) + πούττος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.