αρκόπουττος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Πολύ ωραία γυναίκα.
Παράδειγμα
Είδες ίντα αρκόπουττος δουλεύκει στην Γραμματείαν;
Συνώνυμα:
, πουτταρέλλα
Αντώνυμα:
, ζαόκασ̌α
Προέλευση
< αρκο- (< αγριο-) + πούττος.
Περισσότερα ...
Πολύ ωραία γυναίκα.
Είδες ίντα αρκόπουττος δουλεύκει στην Γραμματείαν;
< αρκο- (< αγριο-) + πούττος.