αρμάριν
[aˈɾmaɾin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο



(μτφ) Αυτός που είναι πολύ φουσκωμένος από τη γυμναστική.


Παραδείγματα

Α μάνα μου, κόρη δε τον τούτον που φκαίνει που το γυμναστήριο εν εν σαν το αρμάρι;


Ρε είδες τον Μάριο; Ούλλη μέρα μες τα γυμναστήρια επρήστηκε τζιαι έγινε σαν το αρμάρι!αρμαρι

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.