αρνούιν
[aˈɾnuin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[aˈɾnuin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Άνθρωπος βολικός και ήσυχος, που ανέχεται τα πάντα σαν αρνάκι.
Παράδειγμα
Ότι τζ̌αι αν σου κάμει η Μαρία εν αντιδράς καθόλου, είσαι τέλεια αρνούι.
Συνώνυμα:
μαρτούιν, μαρτούιν