αρτζ̌ίιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αρχίδι, όρχις.
Αυτός που είναι ασήμαντος, τιποτένιος.
Αυτός για τον οποίο έχουμε τη χειρότερη γνώμη, ο παλιάνθρωπος.
Προέλευση
Προέρχεται από το μσν. αρχίδι (< ελνστ. ὀρχίδιον, υποκοριστικό του αρχ. ὄρχις). Η τροπή του [o] σε [a] εξηγείται από τη συμπροφοφορά με το αόριστο άρθρο: [ena-orx] >[ enarx].