ασταλαβίσταλα
[astalaˈvistala]
Επίθετο
[astalaˈvistala]
Επίθετο
Αυτός που δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, που το μυαλό του συνεχώς είναι αλλού.
Παραδείγματα
Η Γιώτα το τελευταίο διάστημα με όλα όσα της συμβαίνουν είναι τελείως ασταλαβίσταλα, άλλα της λες και άλλα κάνει.