αχάπαρος
[aˈxapaɾos]
Επίθετο
[aˈxapaɾos]
Επίθετο
Αυτός που δεν παίρνει χαμπάρι, που δεν έχει ιδέα, ο άσχετος.
Παραδείγματα
-Ρε κλείσε τα παράθυρα γιατί άρκεψε να βρέσ̌ει!-Πεεε, τελικά είσαι τέλια αχάπαρος.Έσιει μια ώρα που βρέσ̌ει ρεεε!
Περισσότερα ...
Αυτός που δεν παίρνει χαμπάρι, που δεν έχει ιδέα, ο άσχετος.
-Ρε κλείσε τα παράθυρα γιατί άρκεψε να βρέσ̌ει!-Πεεε, τελικά είσαι τέλια αχάπαρος.Έσιει μια ώρα που βρέσ̌ει ρεεε!