αχχά[aˈxːa]ΦράσηΠαιδική γλώσσαΒρόμικος, ξημαρισμένος. ΠαράδειγμαΘθυμούμαι τον Φιρφιρή που έπαιζεν ένα σκέτς με τους πρωτόπλαστους τζιαι έδειξεν μιαν μπανάναν του ακροατηρίου τζιαι αρώτησεν μιαν γεναίκαν αν εν αχχά ή ούχχου. Αχχά λαλεί του. "Την ώραν που την τρώεις κρυφά κρυφά εν ούχχου λαλεί της τζιαι τωρά δημόσια εν αχχά;"