αχώνευτος, -η -ο
[aˈxoneftos]
Επίθετο

Αυτός που δεν είναι συμπαθής.


Παράδειγμα

Δεν μπορώ ούτε να του μιλώ, ούτε να τον βλέπω. Εν αχώνευτος!

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Πρόκειται βέβαια για μεταφορική χρήση, με την έννοια ότι το άτομο που δεν είναι και δεν μπορεί με τίποτα να γίνει συμπαθές δεν μπορεί κανείς να το "χωνέψει".

Αχώνευτος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.