βάκλα[ˈvakla]Ουσιαστικό, θηλυκόΣεξιστικόΧαρακτηρισμός προσώπουΧοντρή και άσχημη γυναίκα. Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Η βράκα αποτελείται από τη «σέλλα» ή «βάκλα» στο πίσω μέρος, η οποία ανασηκώνεται προς τα πίσω, κύρια όταν χόρευαν. Βάκλα ονόμαζαν τη λιπώδη ουρά του προβάτου και ήθελαν με αυτό τον τρόπο να την παρομοιάσουν με το σχήμα της βράκας στο πίσω μέρος. Βάκλα επίσης ονόμαζαν τη ράβδο με την οποία ράβδιζαν τα χαρούπια και τις ελιές για να τα μαζέψουν. Το ίδιο ονόμαζαν και τα οπίσθια παχουλής γυναίκας ή και άντρα. Η λέξη προέρχεται από το αρχ. βάκτρον ή βακτηρία. Πιθανόν όμως να προέρχεται από τη λατινική baculus=ραβδί. Πηγή: http://vasilitzia.org.cy/κυπριακές-φορεσιές/