βίλλος
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Πούτσος, πέος.

  1. Άνθρωπος άχρηστος, ανίκανος.


Παράδειγμα

Είσαι τέλεια βίλλος ρε μαλάκα. Μια φορά εν τζ̌αι μπόρεις να με δείξεις το νου σου.

βίλλος

Φράσεις

  • στο βίλλο μου

Προέλευση

Μεγεθυνικό του ελληνιστικού βιλλίν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.