βίλλοςΟυσιαστικό, αρσενικόΜειωτικόΞιτιμασ̌ιάΠούτσος, πέος. Άνθρωπος άχρηστος, ανίκανος. ΠαράδειγμαΕίσαι τέλεια βίλλος ρε μαλάκα. Μια φορά εν τζ̌αι μπόρεις να με δείξεις το νου σου. Φράσειςστο βίλλο μουΠροέλευσηΜεγεθυνικό του ελληνιστικού βιλλίν.