βαφτίζω
ΡήμαΦράση
ΡήμαΦράση
(μτφ) Δέρνω, χτυπώ κάποιον.
Παραδείγματα
Φύε που δαμαί λαλώ σου, αρκέψαν να με πιάννουν τα νεύρα μου. Εν να σε βαφτίσω τζ̌ιαι μετά να πηέννεις να κλαίεσαι ότι έδερα σε.
Μα δε τον ρε, έσ̌ει που τα εχτές εν του κοντέφκει κανένας μες την τάξη. Αλώπως εβάφτισεν κανέναν τζ̌αι φοούνται τον ούλλοι.
Συνώνυμα:
, εννα σου τες μπήξω