βιλλομούτσουνοςΟυσιαστικό, αρσενικόΞιτιμασ̌ιάΑυτός που είναι πολύ άσχημος, ο ψωλομούρης. Παράδειγμα ΠροέλευσηΠιθανώς μεταφραστικό δάνειο από το αγγλ. dickface.