βλότσ̌ιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που είναι περιορισμένης ικανότητας.
Παραδείγματα
Είσαι βλότσ̌ι ρε μαλάκα, έσ̌ει τόσην ώρα εξηγώ σου την άσκηση των μαθηματικών τζ̌αι ακόμα εν εκατάφερες να την λύσεις!
Ρε μα είσαι τέλια βλότσ̌ι, πως βαστάς έτσι το όπλο; Αν σε δει έτσι ο λογαχός εννά σου την σύρει! Βασικά έλα να σου το σάσω εγώ γιατί εσύ είσαι άξιος να φκάλεις μόνος σου τα μάθκια σου!
Προέλευση
Από το ακρώνυμο ΒΛΟ, που σημαίνει βοηθητικοί λοιποί οπλίτες και αναφέρεται στις κατηγορίες στρατιωτών Ι3 και Ι4 (με σχετικά μειωμένες ιακνότητες για λόγους υγείας).