βουνάριν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Εντελώς ακίνητος, τέζα, στον τόπο.
Παραδείγματα
Κατεβαίνω να πλύνω τα χέρια, γλιστρώ, γυρίζει ο αστράγαλος, μεινίσκω βουνάριν, ο πόνος αφόρητος!
Εμβρόντητος, σύξυλος.
Παράδειγμα
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Χρησιμοποιείται κυρίως στις εκφράσεις αφήνω (κάποιον) βουνάριν και μένω βουνάριν.