βούτυρος
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που είναι πολύ καλομαθημένος και λίγο φλώρος, ο μαλθακός, ο μαμμόθρεφτος.


Παράδειγμα

βούτουρος

  1. Αυτός που κατάγεται από τη Λευκωσία ή ζει εκεί.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.