βόλαρος
Ουσιαστικό, αρσενικό



Το πολύ δυνατό σουτ, το σουτ βολίδα.


Παράδειγμα

Είδες ίντα βόλλαρο ετράβησε, εν τζ̆αι εν τυχαία που λαλούν ότι εν ο καλύτερος παίχτης της ομάδας.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.