βόρτος, βόρτισσα
Ουσιαστικό, διγενές

  1. Αυτός που είναι πολύ χοντρός.


Παράδειγμα

Φάε τζ̆αι να φάεις σ̌οκολάτες, έγινες βόρτος.

  1. Αυτός που είναι αγενής, που δεν έχει τρόπους.

Προέλευση

Η λέξη προέρχεται από το βόρτος που σημαίνει βόδι, με τη σημασία αυτή όμως δεν έχει θηλυκό.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.