βόρτος, βόρτισσα
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Αυτός που είναι πολύ χοντρός.
Παράδειγμα
Φάε τζ̆αι να φάεις σ̌οκολάτες, έγινες βόρτος.
Αυτός που είναι αγενής, που δεν έχει τρόπους.
Προέλευση
Η λέξη προέρχεται από το βόρτος που σημαίνει βόδι, με τη σημασία αυτή όμως δεν έχει θηλυκό.