γάρος
[garos]
Ουσιαστικό, αρσενικό



  1. Γάιδαρος.

  1. Άνθρωπος αγενής και χωρίς κοινωνικές ευαισθησίες· με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην προσφώνηση "ρε γάααρε".


Παραδείγματα


Ο γάρος της ημέρας

 

 

 

 

 

 

Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζω τον γάρο της ημέρας:  όχι ένα, όχι δύο, όχι τρία. Τέσσερα πάρκινγκ με ένα παρκάρισμα! Απολαύστε τον. (http://new.ledras.net/?p=450)

  1. Αυτός που είναι τύφλα στο μεθύσι.


Παραδείγματα

Ήπιαμε πολλά ψες, έγινα τέλεια γάρος!


12993491_776431035790298_1491698347720777559_n

  1. Αυτός που αποδείχτηκε καταφερτζής, που τον θαυμάζουμε γιατί κατάφερε κάτι απροσδόκητο.


Παράδειγμα

Όι ρε! Εκατάφερε τα, ο γάρος!

Φράσεις

  • γάρος ο κόντρης
  • γάρος με περικεφαλαία
  • γάρος της άσσιας
  • γάρος της μέκκας
  • έδησα το γάρο μου

Πηγές

http://new.ledras.net/?p=304: Ο κυπριακός γάρος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.