γαμόσ̌ιστος
Ουσιαστικό, αρσενικό

,

  1. Εξαιρετικά άσχημος και μακρινός τόπος ή κατάσταση.


Παραδείγματα

Πού στον γαμόσ̌σ̌ιστον μηνίσκει η στέτε σου;


Στο γαμόσ̌σ̌ιστο να πάεις, ρε μαλακισμένε!


Συνώνυμα:

, θκιάολος

Φράσεις

  • Στο γαμόσ̌σ̌ιστο!

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.