γαμόσ̌ιστος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Εξαιρετικά άσχημος και μακρινός τόπος ή κατάσταση.
Παραδείγματα
Πού στον γαμόσ̌σ̌ιστον μηνίσκει η στέτε σου;
Στο γαμόσ̌σ̌ιστο να πάεις, ρε μαλακισμένε!
Συνώνυμα:
, θκιάολος
Δηλώνει μεγάλο εκνευρισμό, οργή για μία κατάσταση.
Παραδείγματα
Φράσεις
- Στο γαμόσ̌σ̌ιστο!