γαουρο-
Σχηματιστικό στοιχείο



Πρώτο συνθετικό λέξεων που χρησιμοποιείται επιτατικά για να προσδώσει αρνητική έννοια στο δεύτερο συνθετικό, το οποίο παρουσιάζεται ως:

α) ανησυχητικά μεγάλου μεγέθους, όγκου ή βάρους: γαουρόβιλλος, γαουρόπατσος...

β) ενοχλητικά αγενές, ανάγωγο ή άσχημο : γαουρομούτσουνος, γαουρόφωνος...

γ) όλα τα πιο πάνω μαζί - ή τέλος πάντων ως κάτι που ο ομιλητής θέλει να μειώσει ή να προσβάλει με ευσύνοπτο και κατανοητό τρόπο:  γαουρόπελλος, γαουρόσπορος...

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.