γαουρόκλωτσοςΟυσιαστικό, αρσενικόΆγρια, λυσσασμένη κλοτσιά. Παραδείγματα Αύριον πουρνόν πουρνόν, με το που θα πάω περίπτερο να πιάσω γάλα, τον πρώτο που θα έβρω ομπρώς μου θα τον κλαππώσω τζιαι θα τον κάμω άχρηστον, να πιτιλλούν τα γαίματα του που τους γαουρόκλωτσους.