γεροπέμπερος
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Ιερωμένος μεγάλης ηλικίας.

  1. Άντρας μεγάλης ηλικίας που εκδηλώνει τη σεξουαλικότητά του με χυδαίο τρόπο, πορνόγερος.


Παράδειγμα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.