γερότσουρος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι μεγάλης ηλικίας, άσχημος και κακοδιατηρημένος.
Παραδείγματα
Που το πολλύν ποτόν τζαι το τσιάρον εκαταντησε γερο-τσούρος τζ̌αι εν ημπορεί να ταράξει που το σπίτι!
Προέλευση
Από το επιθ. γέρος και το ουσ. τσούρος 'τράγος'.