για καυλιές (σ̌σ̌ιστές)ΦράσηΞιτιμασ̌ιά(μτφ) Χάλια, για κλάματα - ή για γέλια, όπως το πάρει κανείς. Παραδείγματα[...] η άμυνα μας έν ε για καυλιές σ̌σ̌ιστές... αλλά για υπερηχητικές. Άτε να μεν αρκέψω. Από τη στιγμή που δέκτηκε πίσω αυτό τον καρακιόζη, που τον έκανε και βουλευτή πάλι, για καυλιές shistes είναι κι’ αυτός. Συνώνυμα: για βιλλιές, για βιλλιές