γιολλάς, γιόλλισσα
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Αυτός που ζει για το τώρα, για τη διασκέδαση και δεν δίνει σημασία σε τίποτα επειδή πιστεύει ότι γιόλο, ο σικκιμετζ̆ής.
Προέλευση
Από το γιόλο και την παραγωγική κατάληξη -ας, εμφανίστηκε στην κυπριακή μαθητική αργκό μετά το 2010.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Είναι ενδιαφέρον ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη στην Ελλάδα, όπου λέμε απλώς ότι κάποιος είναι "τύπος γιόλο".