γιούιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Γιος.
Παράδειγμα
Έχω θκιό μιτσιά μωρά, μια κόρη τζαι ένα γιούιν.
(μτφ) Αυτός που κολακεύει τους άλλους για να κερδίσει κάτι, ο γλείφτης.
Παράδειγμα
Πάλε ρε έπιασες τιμητική που το λοχαγό, μα είσαι πολλά γιούιν του τελικά!