γλείφτηςΟυσιαστικό, διγενέςΚοινή αργκόγλείφτηςΑυτός που γλύφει, που κολακεύει τους άλλους για να κερδίσει κάτι από αυτούς. Παράδειγμα(...) η κύπρος την δεκαέτία του 50 είχε στην λευκωσία ως επί το πλείστον τους γλύφτες των εγγλέζων οι οποίοι σπούδαζαν στο όξφορτ και στο σα-σεξ και μας κυβερνούν και σήμερα (...)