γομάριν
[ɣomáɾin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Άνθρωπος ιδιαίτερα μεγαλόσωμος.


Παράδειγμα

- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάριν έγινε...

Φράσεις

  • γομάρι ξεκαπίστρωτο

Πηγές

http://www.slang.gr/lemma/11378-gomari

http://www.glossesweb.com/2011/04/gomar.html

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.