διώ κάποιον (σαν τον σ̌σ̌ιήλο)
Φράση
Φράση
Καταδίδω, καρφώνω ή ρουφιανεύω κάποιον.
Παραδείγματα
Εδώκαν μας σαν τους σ̌ιήλους στον λοχαγό ότι δεν επήαμεν αναφορά φαγητού εψές.
Εκοιμήθηκα στη σκοπιά τζ̌αι ο λοχίας με έδωσε για να μεν τη φάει τζ̌ίνος.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Το αντίστοιχο του δίνω κάποιον στεγνά της νεοελληνικής αργκό.