δισπιρκώ
Ρήμα
Ρήμα
Νιώθω δυσφορία από την πολλή ζέστη.
Παράδειγμα
Δυσπυρκώ με τόσα πολλά ρούχα που εφόρησα σήμερα. Τελικά εν πύρουλλος.
(μτφ.) Δυσαναχτετώ, νιώθω ότι πιέζομαι από μια κατάσταση ή από ένα άτομο.
Παραδείγματα
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Χρησιμοποιείται και στον αόριστο με το "εδισπύρκασα".
Πηγές
δισπιρκώ [ιταλ. disperare] δυσανασχετώ (this-pir-koh) [Ital. disperare] to be annoyed #Cypriot #Greek #dialect #etymology
— Marilena Zackheos (@marzackh) March 6, 2015