είμαι αλλού
[ˈime aˈˈlːu]
Φράση
[ˈime aˈˈlːu]
Φράση
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ αυτό που πρέπει τη συγκεκριμένη στιγμή.
Παραδείγματα
Είμαι αλλού, μη μου μιλάτε, είμαι αλλού, μη με ρωτάτε, βλέμμα τρελού, τι με κοιτάτε, είμαι αλλού, είμ’ αλλού. (http://www.stixoi.info)
Είμαι αλλού σήμερα, δεν μπορώ με τίποτα να παρακολουθήσω το μάθημα.