εξίκκης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που δεν έχει πολύ μυαλό, που είναι μειωμένης αντίληψης και λέει ή κάνει βλακείες.
Παράδειγμα
Εν τέλια εξίκκης τούτος. Αν του πεις ο γάρος πετά, έτσι εννα λαλεί μετά.
Συνώνυμα:
, αμπάλατος, λειψιμιός
Αντώνυμα:
, κοψονούρης
Προέλευση
Από το ουσιαστικό εξίκκιν, που σημαίνει έλλειμα.