ζάβαλλε (μου)[zːávalːe]ΦράσηΚοινή αργκόζάβαλλιΚρίμα, ατυχία. ΠαραδείγματαΖάβαλλε μου, εξίασα να αποσχαιρετίσω ούλλο μου το σόι, τους κοντινούς μου φίλους τζιαι να κάμω check in ‘this are my last words, goodbye world, ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα με σκεπάσει’. - Έππεσε χαμέ που την σκάλα τζ̌αι έσπασε το πόδι του. - Ζάβαλλε μου! ΠροέλευσηΔάνειο από το τουρκ. zavallı 'φτωχός, κακομοίρης'.