ζάριν
['z:arin]
Ουσιαστικό, ουδέτεροΦράση

(μτφ) Αυτός που δεν καταλαβαίνει πολύ καλά τι γίνεται, που είναι λίγο βλάκας.


Παράδειγμα


Συνώνυμα:

σβηστός, σβηστός

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.