1. Πολύ άσχημη γυναίκα, πολύ κάσ̌α.


Παραδείγματα

-Έμαθες τα ότι η Μαρούλα επήεν τζ̌αι τζ̌είνη στα καλλιστεία;

-Πέρκι! Μα ποιά νομίζει πως εν τούτη η ζαόκασ̌α;


Που ζαόκασhιαν έκαμα σε τάκκον! Είπε η νεράιδα της Σταχτοπούττας.


ζαόκασα Donatella


Συνώνυμα:

κάσ̌α, κάσ̌α

Προέλευση

Σύνθετη λέξη από το επιθ. ζαός 'στραβός' και το ουσ. κάσ̌α 'κουτί'.

Πηγές

 

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.