ζαόκασ̌α
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Πολύ άσχημη γυναίκα, πολύ κάσ̌α.
Παραδείγματα
-Έμαθες τα ότι η Μαρούλα επήεν τζ̌αι τζ̌είνη στα καλλιστεία;
-Πέρκι! Μα ποιά νομίζει πως εν τούτη η ζαόκασ̌α;
Που ζαόκασhιαν έκαμα σε τάκκον! Είπε η νεράιδα της Σταχτοπούττας.
Συνώνυμα:
κάσ̌α, κάσ̌α
Προέλευση
Σύνθετη λέξη από το επιθ. ζαός 'στραβός' και το ουσ. κάσ̌α 'κουτί'.
Πηγές