ζαόμουλα
Ουσιαστικό, θηλυκό

Γυναίκα πολύ άσχημη, με ασύμμετρα, "στραβά" χαρακτηριστικά.


Παράδειγμα

Ποιά εν τούτη η ζαόμουλα που νομίζει οτι εν τζ̆αί όμορφη, εν έσ̆ιει καθρέφτη έσσω της να δει την φάτσα της;

Προέλευση

Σύνθετη λέξη από το ζαός (ζαβός) και το μούλα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.