ζόππος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι ανόητος, αλλά και αδέξιος, ανίκανος για κάτι.
Παράδειγμα
Καλάν ρε, είσαι τέλεια ζόππος; Εξήγησα σου το σ̌ίλιες φορές!
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι ανόητος, αλλά και αδέξιος, ανίκανος για κάτι.
Καλάν ρε, είσαι τέλεια ζόππος; Εξήγησα σου το σ̌ίλιες φορές!
ζόππος < ιταλικό zoppo = κουτσός
*ζόππος στην κυριολεξία στα κυπριακά σημαίνει αδέξιος, η έννοια βλάκας χρησιμοποιήτε μεταφορικά. Ίσως αρχικά να το είπανε για κάποιο κουτσό ο οποίος είχε κάποια δουλειά που απαιτούσε πολύ περπάτημα όπως σερβιτόρος ή κτήστης ή βοσκός εν καιρώ ενετοκρατίας και λόγω της κουτσαμάρας του έπεφτε συνεχώς και κατέστρεφε αυτό που μετέφερνε. Γι' αυτόν και η έκφραση "είσαι τέλλια ζόππος ρε;" θα βγήκε από την αντίστοιχη "είσαι εντελώς βλάκας ρε;", όπου η κουτσαμάρα αντικατέστησε την ηλιθιότητα.