θκιαολίζουμαι
[θcaolízːume]
Ρήμα

δκιαολίζουμαι

Νευριάζω, πιάννει με το γύρισμαν.


Παράδειγμα

...το άγχος με χαλά, αλλά ακόμα εν άρκεψα να αγχώνουμαι! Τότε εν να ξεκινήσω να ξιτιμάζω τζ̌αι να θκιαολίζουμαι!

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Aπό τo ουσ. θκιάολος με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ιζ- που δηλώνει αλλαγή κατάστασης.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.