1. Μπερδεύομαι, τα κάνω θάλασσα, αποτυγχάνω.


Παράδειγμα

Εγώ πάντα στις εξετάσεις κάμνω τα πίλιες, ποττέ εν ιγράφω.

  1. Τσακώνομαι με κάποιον, γίνομαι μπίλιες.


Παράδειγμα

Εκάμαμε τα πίλιες με την Μαρία, ετσακκωθήκαμε, τζ̌αι εχάλασαμε τζ̌αι την παρέα.

Σημειώσεις

Σημαίνει ο,τι περίπου και το νεοελληνικό: τα έκανα θάλασσα, τα έκανα μαντάρα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.