κάμνω την αμπέλιν[ˈkamno‿tin aˈmbelin]ΦράσηΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός κατάστασηςΤρώω πολύ και καλά, σκάω στο φαΐ. ΠαραδείγματαΌχχο μάνα μου, έσιει CSI, εννά την κάμω αμπέλιν. [...] έψησαν και τηγάνισαν κρέατα και διάφορες άλλες λιχουδιές τζαι εκάμαμεν την αμπέλιν! Αν είχα τζιαι λουκάνικα θα'ταν όπως το μέλιν προς το παρόν με παστουρμάν έκαμα την αμπέλιν. Συνώνυμα: , κάμνω την ππιριλλίνΣημειώσεις