κάχλαΟυσιαστικό, θηλυκόΝεανική γλώσσαΣεξιστικόΣτρατιωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουΤο φλέγμα του αποχρεμπτομένου που παράγεται από παθολογικές αιτίες, κυρίως μετά από κρυολόγημα ή μια νύχτα κραιπάλης, πιθανότατα συνοδευόμενη με βήχα από τσιγάρο. Η κουβέρτα του στρατού, που συνήθως είναι πολύ λερωμένη. Παράδειγμα Πολύ άσχημη γυναίκα. ΠαράδειγμαΜα δε εν τα φάτσα τουτήν που έρκεται, όπως την κάχλα.