καλλίτζ̌ιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Διαβρωμένο όπλο.
Παράδειγμα
Ε καλλίτζ̌ιν τούτο το όπλο που μου εδώκαν, κοίτα άγιωμα που έσ̌ιη πάνω του.
Συνώνυμα:
, αγιωμένο
Αντώνυμα:
, τζ̌αινούρκο
Περισσότερα ...
Διαβρωμένο όπλο.
Ε καλλίτζ̌ιν τούτο το όπλο που μου εδώκαν, κοίτα άγιωμα που έσ̌ιη πάνω του.