καμήλα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Αυτός που δεν ξεχνάει και δεν συγχωρεί, που είναι μνησίκακος.


Παραδείγματα

Μεν νομίζεις πως του γέλασες γιατί εννά σου την κάτσει μιαν άλλην φορά, εν μια καμήλα τούτος!


  1. Γυναίκα υπεβολική ψηλή και μάλλον άχαρη.


Παραδείγματα

Θώρε την τούτε ρε! Εν θκιό μέτρα καμήλα!


καμήλα

Σημειώσεις

download (4)

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.