καμήλα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Αυτός που δεν ξεχνάει και δεν συγχωρεί, που είναι μνησίκακος.
Παραδείγματα
Μεν νομίζεις πως του γέλασες γιατί εννά σου την κάτσει μιαν άλλην φορά, εν μια καμήλα τούτος!
Γυναίκα υπεβολική ψηλή και μάλλον άχαρη.
Παραδείγματα
Θώρε την τούτε ρε! Εν θκιό μέτρα καμήλα!